nunciação - ορισμός. Τι είναι το nunciação
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι nunciação - ορισμός


nunciação      
sf (lat nuntiatione) Ato ou efeito de nunciar; anunciação
N. de obra nova, Dir: ação que assiste ao proprietário, ou possuidor de um prédio, de promover contra o possuidor de um prédio limítrofe, que neste constrói obra que invada a área do seu, prejudicando-o em sua natureza, substância ou fim, ou lhe impedindo o exercício regular de servidão.
nunciação      
s.f. (-1758 cf. MS 6 ) ato ou efeito de nunciar; anunciação
±
n. de obra nova
-jur m.q. embargo de obra nova
-etim lat. nuntiatìo,ónis 'anúncio, declaração, informação (na justiça)', do rad. de nuntiátum , supn. de nuntìo,as,ávi,átum,áre 'anunciar, fazer saber, fazer conhecer; ordenar; denunciar, protestar'; ver nunci- ; a datação é para a loc. nunciação de obra nova